- εξεσίη
- ἐξεσίη, η (Α)φρ. «ἐξεσίην ἐλθεῑν» (να σταλεί πρεσβεία, Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + εσία «αποστολή» (< ίημι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξεσίη — ἐξεσία sending forth fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)